- ὀρθομαντείας
- ὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντείαtrue prophecyfem acc plὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντείαtrue prophecyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποστροβώ — έω, Α (ποιητ. τ.) ταράζω εσωτερικά («ὑπ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῑ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στροβῶ «στρέφω, περιστρέφω»] … Dictionary of Greek